Ηρθαν οι Βάρβαροι...
Ηρθαν οι Βάρβαροι και μπήκαν με τιμές από τις πύλες,
πύλες που άνοιξαν διάπλατα στον ερχομό τους
και ο λαός τούς ζητοκραύγαζε και με άνθη τούς έρανε,
με τιμή και με δόξα τούς καλοσώρισε.
Γιορτές και γλέντια στους δρόμους γιατί έφτασαν,
γιατί τους έταξαν χρυσάφι πως θα δώσουν
κι απο την πείνα το λαό πως θα τον σώσουν έλεγαν,
«λεφτα υπάρχουν» άλλωστε για όλους.
πύλες που άνοιξαν διάπλατα στον ερχομό τους
και ο λαός τούς ζητοκραύγαζε και με άνθη τούς έρανε,
με τιμή και με δόξα τούς καλοσώρισε.
Γιορτές και γλέντια στους δρόμους γιατί έφτασαν,
γιατί τους έταξαν χρυσάφι πως θα δώσουν
κι απο την πείνα το λαό πως θα τον σώσουν έλεγαν,
«λεφτα υπάρχουν» άλλωστε για όλους.
Ηρθαν οι Βάρβαροι και μπήκαν με τιμές και στο παλάτι,
έφαγαν και ήπιαν όλοι αντάμα να γιορτάσουνε
και στα μπαλκόνια βγήκαν χορτασμένοι να μιλήσουν,
στο λαό τους που ακόμα ζητοκραύγαζε.
Πέρασαν μήνες και τα γλέντια τους εκόπασαν
κι άνοιξαν τα σεντούκια τους,δήθεν λεφτά να δώσουν
μα το χρυσάφι τους,φτερά είχε κάνει, το είχαν φάει,
το είχαν ξοδεψει καιρό προτού να έρθουν.
Τώρα οι Βάρβαροι χτυπιούνται στο παλάτι και φωνάζουν,
ψάχνουν να βρουν πάλι χρυσάφι να γεμίσουν τα μπαούλα,
και περιμένει ο λαός ακόμα μ' ελπίδα για να ζήσει,
απ΄ το χρυσό που οι ίδιοι αυτοί του τάξαν.
Αντί χρυσάφι τώρα, φόρους πια, γυρεύουνε απ όλους,
αντί να δώσουν,με κάθε τρόπο ψάχνουν για να πάρουν,
για να γεμίσουν πάλι τα σεντούκια τους οι αδίστακτοι,
«μαζί τα φάγαμε » βγαίνουνε τώρα στο λαό και λένε.
Και πάνε στην Αμερική και στην Ευρώπη οι Βάρβαροι,
και χρήματα ζητάνε για βοήθεια να τους δώσουν ξένοι,
ξένοι για το λαό,γι αυτούς αδέλφια,Βάρβαροι κι αυτοί
τους δικούς μας Βαρβάρους να στηρίξουνε.
Κι ήρθαν ξανά οι Βάρβαροι στην πόλη μαζί μ' άλλους,
πάλι απ' τις πύλες, χωρίς τιμές και δόξες όπως τότε,
άλλωστε ο λαός δεν ήταν τώρα εκεί να τους δεχτεί,
είχε αρχίσει να χάνει την υπομονή του .
άλλωστε ο λαός δεν ήταν τώρα εκεί να τους δεχτεί,
είχε αρχίσει να χάνει την υπομονή του .
Κι ήρθαν ξανά οι Βάρβαροι κι έβαλαν φόρους στο λαό,
και πούλησαν τ΄ ασημικά που υπήρχαν στο παλάτι.
Για να γεμίσουν τα σεντούκια τους χρυσάφι οι αδίστακτοι,
αφήνουν δίχως περηφάνια το λαό τους.
Για να γεμίσουν τα σεντούκια τους χρυσάφι οι αδίστακτοι,
αφήνουν δίχως περηφάνια το λαό τους.
Η οργή όμως σαν ηφαίστειο θα σκάσει στο κεφάλι τους
κι από τις πύλες τρέχοντας θα φύγουν αν προλάβουν,
είχαμε κι άλλους στο παρελθόν μας και τους ξέρουμε,
τέτοιους Βαρβάρους δεν τους θέλουμε στην πόλη.
Ηρθαν οι Βάρβαροι και μπήκαν με τιμές από τις πύλες,
πύλες που άνοιξαν διάπλατες στον ερχομό τους,
τώρα όμως ο λαός τους κυνηγά με λύσσα και τους διώχνει,
γιατί την περηφάνια του ξεπούλησαν, αυτοί οι Βάρβαροι.
Σχόλια