Ο ζητιάνος της πλατείας
πάλι μόνος, κουρελής και πεινασμένος
μου φάνηκε θαρρώ ήταν δακρυσμένος,
άλλη μια μέρα στο στρατί της επαιτίας
Πολλοί περνάνε γρήγορα μπροστά του,
με περιέργεια του ρίχνουν ένα βλέμμα
κι αληθινά θα σας το πω,δεν είναι ψέμα
τρέχουν βιαστικά να φύγουν μακριά του.
Η φωνή του αχνή βγαίνει απ' το στόμα,
-"μία βοήθεια χριστιανοί κι εγώ να ζήσω"
κανέις τους όμως δε γυρίζει πλέον πίσω
όμως κι εκείνος δε το βάζει κάτω ακόμα.
-"μία βοήθεια χριστιανοί κι εγώ να ζήσω"
κοιτάζω, σκύβω το κεφάλι και περνάω,
λυπάμαι να τον βλέπω έτσι και πονάω