Ντίλι ντίλι το καντήλι
Αν δοκιμάσεις και μπεις σε οποιοδήποτε ελληνικό σπίτι και σε αφήσουν να ψάξεις στα μουχλιασμένα συρτάρια της βιβλιοθήκης και σε υπόγεια και σε ξεχασμένα χαρτόκουτα, το πιθανότερο είναι ότι θα βρεις κάμποσα από αυτά τα παιδικά μας λογάκια τυπωμένα πάνω σε βιβλιαράκια πολύχρωμα, στοιβαγμένα πλάι στους πρώτους τους σχολικούς ελέγχους, κοντά στις ανορθόγραφές μας σημειώσεις, δίπλα στους ήλιους τους ζωγραφιστούς που σχεδιάζαμε στα κενά σημεία των σελίδων. Κι όπως τα χρόνια περνάνε και μεγαλώνεις και έρχεται εκείνη η στιγμή που γίνεσαι κι εσύ μαμά και μπαμπάς, πιάνεις τον εαυτό σου να διαβάζει στα παιδιά πάλι από την αρχή αυτά τα ίδια παραμύθια, τα ίδια τραγουδάκια, εισπράττοντας ξανά εκείνους τους κώδικες, εκείνες τις αξίες, καθώς λες τους στίχους με τον ίδιο το ρυθμό, όπως τότε που τα πρωτοέλεγες, όταν κι εσύ ήσουν παιδάκι μικρό. Ντίλι ντίλι ντίλι το καντήλι, που έφεγγε και κένταγε η κόρη το μαντίλι.
Πήγε και ο ποντικός και πήρε το φιτίλι μέσα απ’ το καντήλι. Ειλικρινά, με έχει εκνευρίσει αυτό το τρωκτικό. Δεν λέει να κάτσει σε ησυχία ούτε απόψε. Από τότε που ήρθα εδώ δεν με έχει αφήσει να ηρεμήσω. Όλη τη νύχτα τριγυρνάει και βγάζει φωνές αλλόκοτες, λες και μασουλάει ενώ μιλάει ταυτόχρονα, έτσι όπως περνάει απότομα κάτω από το παγκάκι μου και παίρνει φόρα λίγο πριν με πλησιάσει, μοιάζει να το κάνει μόνο και μόνο για να με τρομάξει. Τελικά, δεν είναι τυχαίο ότι κάνουν πειράματα για το μέλλον ολόκληρης της ανθρωπότητας πάνω στα ποντίκια. Είναι παμπόνηρα πλάσματα και μπορούν να στη φέρουν ανά πάσα στιγμή. Αντιλαμβάνονται μέχρι και τα συναισθήματά σου, πότε πεινάς, καταλαβαίνουνε πότε έχεις αποκοιμηθεί, ίσως ακούνε διαφορετική την ανάσα σου, ποιος ξέρει, κι έρχονται κρυφά από πάνω σου, μπας και βρούνε κανένα ψίχουλο να έχει παραπέσει μέσα στο στέρνο ή δίπλα στις τσέπες σου. Το πιο εκνευριστικό που μου τυχαίνει είναι όταν, με το που ξεπροβάλλει ο ήλιος το πρωί, ξυπνάω σταδιακά και νιώθω τον κερατά να περπατάει πάνω στην πλάτη μου σιγά-σιγά, για να μην τον πάρω πρέφα. Με δυσκολεύουν βλέπεις κι όλες αυτές οι διπλές κουβέρτες με τις οποίες διπλώνομαι αναγκαστικά για να αντέξω τη νύχτα και την παγωνιά. Καθυστερώ να κουνηθώ, να αντιδράσω άμεσα. Προτιμώ όμως να είμαι δυσκίνητος παρά εντελώς ακίνητος από τον ψόφο. Ακουμπάω κάπως πιο μαλακά και το κορμί μου. Κι ας φαίνομαι από μακριά σαν μεζεδάκι τυλιγμένο που το λαχταράνε γάτες και ποντίκια.
Πάει και η γάτα που έφαγε τον ποντικό που πήρε το φιτίλι μέσα απ’ το καντήλι. Καλά να πάθεις, σιχαμένε. Ευτυχώς που σε πήρανε μυρωδιά τα γατιά και σε κάνανε μια μπουκιά, δεν μου κάνει εντύπωση βέβαια, με τόση φασαρία κάθε βράδυ, προκάλεσες την τύχη σου. Ηρέμησα κάπως είναι η αλήθεια, έπαψα να τινάζομαι στον ύπνο μου, νομίζοντας ότι πλησιάζουν τα ποντικίσια μουστάκια σου την κοιμισμένη μούρη μου. Από την άλλη βέβαια, δεν μπορώ να πω ότι είναι πολύ καλύτερα με τις γάτες. Αυτές μου προκαλούν ακόμα πιο έντονη αναστάτωση ειδικά μετά τα μεσάνυχτα. Ενώ όλη την ημέρα μπορεί να τις βλέπεις να λιάζονται και να κοιμούνται, τη νύχτα, ένα περίεργο πράγμα, αλλάζουν συμπεριφορά και είναι λες και μιλάνε μεταξύ τους, αλήθεια, έχει η καθεμιά και από ένα διαφορετικό νιαουριτό, ναι, λες και είναι άνθρωποι με τις δικές τους φωνές. Και έτσι όπως νιαουρίζουν παρατεταμένα, έρχονται στιγμές που σου παίρνουνε τα αυτιά. Το χειρότερο είναι όταν τσακώνονται, το καταλαβαίνεις γιατί το νιαουριτό τους εντείνεται διαρκώς και ορμάει η μία στην άλλη έτοιμες να ξεσκιστούν χωρίς σταματημό. Οι περισσότερες από αυτές εδώ πέρα δεν πλησιάζονται, δεν έχουν καμία σχέση με εκείνα τα χαριτωμένα χαδιάρικα γατάκια που παίζουν και κοιμούνται μέσα στη ζεστασιά ενός σπιτιού. Τούτες οι γάτες δεν ξέρουν τι θα πει γουργουρητό, τι θα πει φροντίδα και αγάπη και έγνοια για το αν πάθουν ποτέ κάτι. Τούτες οι γάτες σε γδέρνουν και σου δαγκώνουν τα χέρια μόλις πας να τις χαϊδέψεις. Είναι γάτες άστεγες. Που τα βάζουν με τα πιο άγρια σκυλιά.
Πάει και ο σκύλος που έφαγε τη γάτα που έφαγε τον ποντικό που πήρε το φιτίλι μέσ’ από το καντήλι. Δεν μπορώ να ξεχάσω ακόμα αυτό που συνέβη προχτές με εκείνα τα κωλόσκυλα που εμφανίστηκαν από το πουθενά και ορμήξανε όλα κατά πάνω μου και αφού τα προκάλεσαν οι ηλίθιες οι γάτες. Ούτε κατάλαβα για πότε ήρθαν και αρχίσαν να γαβγίζουν ασταμάτητα και να με κυνηγάνε μέχρι να με ρίξουν κάτω στο τσιμέντο και να αισθάνομαι ότι θα με φάνε ζωντανό, καθώς ένιωθα τα καυτά τους σάλια να στάζουν πάνω στα μάγουλά μου, έτσι όπως ξεσκίζανε με δαγκώματα τα ήδη ξεσκισμένα μου ρούχα, δεν ξέρω τι στο διάολο πάθανε, μπορεί να έκανα κάποια απότομη κίνηση που να τη θεώρησαν απειλή, τι να πω. Ίσως πάλι αντιλήφθηκαν τον φόβο μου, λένε ότι τα σκυλιά μπορούν να το κάνουν αυτό, να μυρίσουν τον ιδρώτα που μουσκεύει τα δάκτυλά σου και να καταλάβουν έτσι ότι είσαι εύκολη λεία. Γιατί, όλα κι όλα, ένα ρίγος τρόμου το αισθάνθηκα μόλις αντίκρισα όλα αυτά τα τραυματισμένα αδέσποτα τετράποδα να έρχονται προς το μέρος μου, έτοιμα να με κατασπαράξουν. Πάντα είχα την εντύπωση ότι κανένα σκυλί δεν πρόκειται να σε πειράξει αν δεν τον πειράξεις πρώτος εσύ, έτσι τουλάχιστον μου έλεγαν διαρκώς κάποιοι καλοί φίλοι, που όντως είχαν πείρα από σκυλιά, τα μεγάλωναν από μικρά κουτάβια μέχρι να γίνουν ολόκληρα θηρία. Ετούτα εδώ όμως με ανάγκασαν να αμυνθώ, γι’ αυτό άρπαξα εκείνο το καδρόνι που έχω για προστασία από τους μεθυσμένους νεαρούς που κάνουν πλάκα με εμάς τους άστεγους. Και τα χτύπησα. Πολύ. Τόσο που σκύλιασα κι εγώ.
Πάει και το ξύλο που σκότωσε το σκύλο που έφαγε τη γάτα που έφαγε τον ποντικό που πήρε το φιτίλι μέσ’ από το καντήλι. Δεν ήρθαν τα πράγματα όπως τα περίμενα τελικά. Διάλεξα το προαύλιο τούτης της εκκλησιάς για να βρω λιγάκι γαλήνη, να είμαι κάθε μέρα κοντά στον οίκο του Θεού, να με προστατεύει και να ανακουφίζει την ταλαιπωρημένη μου ψυχή. Αυτός όμως θέλει διαρκώς να με δοκιμάζει, να με ταπεινώνει, έφτασε στο σημείο να βάζει τα ίδια του τα πλάσματα να με φάνε, να δει μέχρι που φτάνει η αντοχή μου. Δεν ξέρω, ίσως παρεξήγησε ορισμένα πράγματα που έκανα και είπα. Να, για παράδειγμα, τελευταία, πριν πέσω να κοιμηθώ, βρίσκω μια ανεξήγητη θαλπωρή με το να πηγαίνω στο πίσω μέρος του ναού, εκεί που βρίσκεται το νεκροταφείο. Πάω και καθαρίζω τις μαρμάρινες τις πλάκες, για να είναι ευδιάκριτα τα γράμματα, οι ημερομηνίες των θανάτων, τα στιχάκια των πολυαγαπημένων συγγενών. Κυρίως όμως ασχολούμαι με τα καντηλάκια που βρίσκονται μέσα στα μνήματα. Μου αρέσει πολύ να τα ανανεώνω, να καθαρίζω το λαδάκι τους από τα σκουπίδια, να ανάβω το φιτίλι, να καίει η φλόγα ζωηρά για να φωτίζονται έτσι οι φωτογραφίες των νεκρών που τώρα πια είναι η καινούργια μου παρέα. Και είχα μάθει να μετράω πόσοι είναι εδώ πέρα οι θαμμένοι, σύμφωνα με τα καντήλια που καίνε μες τη νύχτα. Μέχρι που εμφανίστηκε για πρώτη φορά εκείνος ο κατεργάρης ο ποντικός. Και μπλέχτηκε στα πόδια μου. Και πήγε σε κάθε τάφο ξεχωριστά. Και έσβηναν οι φλόγες μία-μία. Και, προς στιγμή, μπερδεύτηκα. Γιατί νόμισα ότι πήρε το φιτίλι.
Μέσ’ απ’ το δικό μου το καντήλι.
Σχόλια