ΠΑΡΟΙΜΙΩΔΕΙΣ ΕΚΦΡΑΣΕΙΣ ΚΑΙ ΡΗΣΕΙΣ ΛΑΙΚΗΣ ΣΟΦΙΑΣ- αλφαβητικά (Α)
"Αβγά σου καθαρίζουνε;"
Μια φορά το χρόνο, οι Ρωμαίοι γιόρταζαν -για να τιμήσουν την Αφροδίτη και το Διόνυσο- μ' έναν πολύ τρελλό και παράξενο τρόπο: κάθε 15 Μαϊου, έβγαινε ο λαός στις πλατείες και άρχιζε τον "πετροπόλεμο" με...αβγά μελάτα! Χιλιάδες αβγά ξοδεύονταν εκείνη τη μέρα για διασκέδαση κι ο κόσμος γελούσε ξέφρενα. Τα γέλια αυτά εξακολουθούσαν για βδομάδες ολόκληρες. Στη γιορτή αυτή δεν έπαιρναν μέρος μονάχα οι πολίτες, που ήταν κατώτερης κοινωνικής θέσης, αλλά και ανώτεροι κρατικοί υπάλληλοι, στρατηγοί, άρχοντες, Ρωμαίες δέσποινες και αυτοκράτορες καμιά φορά. Π.χ. ο "αβγοπόλεμος" ήταν μια από τις μεγάλες αδυναμίες του Νέρωνα, που πετούσε αβγά στους αξιωματικούς και στους ακόλουθους των ανακτόρων του, χωρίς να είναι η μέρα γιορτής των αβγών. Στο Βυζάντιο φαίνεται πως η γιορτή έγινε της μόδας, για πολύ λίγο διάστημα όμως. Σε πολλά βυζαντινά κείμενα, αναφέρεται συχνά, αλλά μόνο με δυο τρία λόγια. Έτσι από το περίεργο αυτό έθιμο-που η αιτία του χάνεται στα βάθη των αιώνων- έμεινε η ερωτηματική φράση: "αβγά σου καθαρίζουνε;". Τη λέμε δε, όταν βλέπουμε κάποιον να γελά χωρίς λόγο κι αφορμή.
"Άλλαξε ο Μανωλιός κι έβαλε τα ρούχα αλλιώς"
Η φράση αυτή ξεκίνησε από παροιμία, αλλά έγινε παροιμιακή από το παρακάτω περιστατικό.
Στους χρόνους του Όθωνα, υπήρχε ένας γνωστός κουρελιάρης τύπος: ο Μανώλης Μπατίνος. Δεν υπήρχε κανείς στην Αθήνα που να μην τον γνωρίζει, μα και να μην τον συμπαθεί. Οι κάτοικοι του έδιναν συχνά κανένα παντελόνι ή κανένα σακάκι, αλλά αυτός δεν καταδεχόταν να τα πάρει, γιατί δεν ήταν ζητιάνος. Ήταν...ποιητής, ρήτορας και φιλόσοφος. Στεκόταν σε μια πλατεία και αράδιαζε ό,τι του κατέβαινε. Κάποτε λοιπόν, έτυχε να περάσει από κει ο Ιωάννης Κωλέττης. Ο Μανώλης τον πλησίασε και τον ρώτησε, αν είχε το δικαίωμα να βγάλει λόγο στη..Βουλή. Ο κωλέττης του είπε ότι θα του έδινε ευχαρίστως άδεια, αν πετούσε από πάνω του τα παλιόρουχα που φορούσε και έβαζε άλλα της ανθρωπιάς. Την άλλη μέρα ο Μανώλης παρουσιάστηκε στην πλατεία με τα ίδια ρούχα, αλλά φορούσε τα μέσα έξω. Ο κόσμος τον κοιτούσε έκπληκτος. Και τότε άκουσε αυτούς τους στίχους από το στόμα του Μανώλη Μπατίνου:
"Άλλαξε η Αθήνα όψη,
σαν μαχαίρι δίχως κόψη,
πήρε κάτι απ' την Ευρώπη
και ξεφούσκωσε σαν τόπι.
Άλλαξαν χαζοί και κούφοι
και μας κάναν κλωτσοσκούφι.
Άλλαξε κι ο Μανωλιός
κι έβαλε τα ρούχα αλλιώς".
"Άλλος πλήρωσε τη νύφη"
Στην παλιά Αθήνα του 1843, επρόκειτο να συγγενέψουν με γάμο δυο αρχοντικές οικογένειες: του Γιώργη Φλάμη και του Σωτήρη Ταλιάνη. Ο Φλάμης είχε το κορίτσι και ο Ταλιάνης το αγόρι. Η εκκλησία που θα γινόταν το μυστήριο ήταν η Αγία Ειρήνη της Πλάκας. Η ώρα του γάμου είχε φτάσει και στην εκκλησία συγκεντρώθηκαν ο γαμπρός, οι συγγενείς και οι φίλοι τους. Μόνο η νύφη έλειπε. Τι είχε συμβεί; απλούστατα. Η κοπέλα που δεν αγαπούσε το νεαρό Ταλιάνη, προτίμησε ν'ακολουθήσει τον εκλεκτό της καρδιάς της, που της πρότεινε να την απαγάγει. Π γαμπρός άναψε από την προσβολή, κυνήγησε την άπιστη να τη σκοτώσει, αλλά δεν κατόρθωσε να την ανακαλύψει. Γύρισε στο σπίτι του παρ'ολίγον πεθερού του και του ζήτησε τα δώρα που 'χε κάνει στην κόρη του. Κάποιος όρος όμως στο προικοσύμφωνο έλεγε πως ό,τιδήποτε κι αν συνέβαινε προ ή μετά το γάμο μεταξύ γαμπρού και νύφης "δε θα ξαναρχούτο τση καντοχή ουδενός οι μπλούσιες πραμάτιες και τα τζοβαϊρια όπου ανταλλάξασι οι αρρεβωνιασμένοι". Φαίνεται δηλαδή, ότι ο πονηρός γερο-Φλάμης ήξερε από πριν τι επρόκειτο να συμβεί γι' αυτό έβαλε εκείνο τον όρο. Κι έτσι πλήρωσε ο φουκαράς ο Ταλιάνης τα δώρα του άλλου. Από τότε οι παλαιοί Αθηναίοι, όταν γινόταν καμιά αδικία σε βάρος κάποιου, έλεγαν ότι "άλλος πλήρωσε τη νύφη".
"Άιντε να κουρεύσαι"- "Άστον να κουρεύεται" (κοινώς:"Άι κουρέψου")
Στα βυζαντινά χρόνια ήταν συνηθισμένο το θέαμα της διαπόμπευσης. Οι Βυζαντινοί το είχαν ένα από τα πρώτα τους θεάματα να πηγαίνουν στις πλατείες και στους δρόμους, για να παρακολουθήσουν μια διαπόμπευση. Οι τιμωρούμενοι, ήταν οι κλέφτες, οι δειλοί, οι μέθυσοι, οι αντάρτες, οι μοιχοί, αλλά και πολλές φορές πρόσωπα εξέχοντα. Η πρώτη δουλειά ήταν να κουρέψουν αυτόν που πρόκειτο να διαπομπευθεί. Ήταν, δηλαδή, μεγάλη προσβολή τότε να κουρέψεις κάποιον, έτσι όπως αργότερα στα χρόνια της Επανάστασης του '21, ήταν βρισιά να απειλήσεις κάποιον ότι θα του ξυρίσεις το μουστάκι.
Είναι εύκολο τώρα να εξηγήσουμε τις φράσεις:"άστον να κουρεύεται" και "άντε να κουρεύεσαι", που σύμφωνα με τη λαϊκή φρασεολογία είναι τόσο "σκάρτος", ώστε του αξίζει να κουρευτεί. Καμιά φορά ακούμε και τη λέξη: "κουρέματά σου". το ρήμα κουρεύω στους Βυζαντινούς λεγόταν και "κουράζω". Είναι δε συνηθισμένη η φράση: "τον τάδε εκούρασαν μονάχον". Επειδή λοιπόν για τον καταδικαζόμενο στη διαπόμπευση και "κουράν", το γεγονός δημιουργούσε έναν ψυχικό και σωματικό κάματο, γιατί πολλές φορές τον χτυπούσαν κιόλας, έμεινε στα χρόνια το "κουράζω", σαν συνώνυμο με το "καταπονώ".
"Αλά Μπουρνέζικα"
Όταν μας μιλάει κάποιος και θέλουμε να του πούμε πως δεν καταλαβαίνουμε τι μας λέει, τότε του λέμε πως μιλάει ...αλά-μπουρνέζικα. Πολλοί νομίζουν πως είναι μια λέξη. Είναι όμως δύο. Όπως το αλά Γαλλικά. Μπουρνέζικα, λοιπόν, είναι η γλώσσα που θα μιλούσαν σε κάποιο τόπο ή και θα μιλάνε ακόμα, γιατί ο τόπος αυτός πράγματι υπάρχει. Είναι σε μια περιοχή του Σουδάν, όπου ζει η φυλή Μπουρνού. Ξέρετε πόσο δύσκολη είναι η αραβική γλώσσα και μάλιστα στις διαλέκτους της. Σε μας τους Έλληνες, λοιπόν, δίκαια, όσα θα ακούγαμε από αυτούς, θα φαίνονταν αλά-Μπουρνέζικα. Οι Μπουρνού είναι μια φυλή, που ήρθε στην Ελλάδα με τα στρατεύματα του Ιμπραήμ.
(δεύτερη εκδοχή)
Λέγεται πως ο αρχικός τύπος της λέξης ήταν "αλιβορνέζικα" , δηλαδή αυτά που προέρχονται από το Λιβόρνο, ασυνήθιστα και περίεργα είδη.
"Αυτός χρωστάει της Μιχαλούς"
Στα χρόνια του Όθωνα βρισκόταν σε κάποιο σοκάκι στο Ναύπλιο η ταβέρνα της Μιχαλούς. Παραδόπιστη και εκμεταλλεύτρια, από τον καιρό που πέθανε ο άντρας της, είχε μια περιορισμένη πελατεία, που της έκανε πίστωση για ένα χρονικό διάστημα, μετά το τέλος του οποίου, έπρεπε να εξοφληθεί ο λογαριασμός. Αλίμονο σε εκείνον που δε θα ήταν συνεπής! Η Μιχαλού τον ξευτέλιζε. Ανάμεσα σ'αυτούς τους οφειλέτες ήταν κι ένας ευσυνείδητος, που του ήταν αδύνατο να βρει τρόπο να την ξοφλήσει, γιατί δεν είχε τώρα τελευταία δουλειά. Μέρα και νύχτα γύριζε στους δρόμους παραμιλώντας. Όταν ρωτούσε κάποιος τι είχε ο άνθρωπος αυτός του απαντούσαν: "Αυτός... χρωστάει της Μιχαλούς". Από τότε έμεινε η φράση.
"Αυτός θέλει ξύλο με βρεγμένη σανίδα" - "Θα στις βρέξω"
Κάθησε ήσυχα γιατί θα στις βρέξω, λέει η μητέρα στο παιδί της που δεν κάθεται φρόνιμα. Άλλος πάλι λέει: του τις έβρεξα για τα καλά, δηλαδή τον ξυλοκόπησα πολύ.
Θα σου τις βρέξω σημαίνει ότι θα του καταφέρω χτυπήματα βροχηδόν. Κατά τον Φ. Κουκουλέ όμως, η φράση πρέπει να ερμηνευτεί έτσι: Θα σου τις βρέξω τις ξυλιές, δηλαδή τα χτυπήματα που θα σου δώσω θα είναι βρεγμένα (και θα πονάνε).
Πράγματι σε παλιότερους χρόνους, όταν κάποιον τον έβαζαν στη φάλαγγα, (τρόπος βασανισμού) πριν του χτυπήσουν τα πόδια του με μια βίτσα, του τα έβρεχαν, γιατί έτσι θα πονούσε περισσότερο. (Συχνά και σήμερα βρέχουν τα οπίσθια του παιδιού πριν το χτυπήσουν με τις παλάμες τους). Έτσι έχουμε τη γνωστή φράση. Γνωστό, επίσης, είναι ότι στην αρχαία Ελλάδα, καθώς και στο Βυζάντιο, οι λιποτάχτες οι δειλοί και οι προδότες τιμωρούνταν με τη "φάλαγγα". Η φάλαγγα ήταν ένα ξύλινο ικρίωμα, ως ένα μέτρο ψηλό, που είχε δυο τρύπες στη μέση. Στις τρύπες αυτές περνούσαν γυμνά τα πόδια του τιμωρημένου, ο οποίος βρισκόταν έτσι μισοκρεμμασμένος από το πίσω μέρος του ικριώματος. Σε εκείνη τη θέση λοιπόν, όλοι οι συμπατριώτες του, ακόμα και οι πιο στενοί συγγενείς του, ήταν υποχρεωμένοι με ειδικό νόμο, να του δώσουν δεκατρία χτυπήματα στις γυμνές του πατούσες. Πριν όμως τον δείρουν έβρεχαν τις βίτσες τους κι αυτό γιατί τα χτυπήματα γινόντουσαν έτσι πιο οδυνηρά. Από την απάνθρωπη, λοιπόν, αυτή τιμωρία, έμεινε ως τα χρόνια μας η φράση: "κάθισε ήσυχα, γιατί θα στις βρέξω" και η άλλη, που συχνά τη μεταχειριζόμαστε: "Αυτός θέλει ξύλο με βρεγμένη σανίδα".
"Ας πάει και το παλιάμπελο"
Βρισκόμαστε στο έτος 1840-41 στο θέατρο Μπούκουρα. Ήταν, μετά από τον Καραγκιόζη, το πρώτο θέατρο που χτίστηκε στην Αθήνα την εποχή του βασιλιά Όθωνα. Την εποχή εκείνη λοιπόν, όπως αναφέρει και ο Γιάννης Βλαχογιάννης στην ιστορική του ανθολογία, είχε λίγες μέρες που εμφανιζόταν μια περίφημη Ιταλίδα αοιδός η Ρίτα Μπάσσο, η οποία, κυριολεκτικά, ξετρέλλαινε τους Αθηναίους κι έγινε αιτία πολλών επεισοδίων και στα ανώτατα τότε στρώματα της κοινωνίας ακόμη. Κατά την ώρα, λοιπόν, μιας παράστασης ακούστηκε από ένα θεατή η φράση: "Για σένα κυρά μου..ας πάει και το παλιάμπελο".
Ήταν μια αναφώνηση ενός απλοϊκού κτηματία της Αττικής, που από τις τελευταίες σειρές εκδήλωνε τον ενθουσιασμό του, θυσιάζοντας για χάρη της ωραίας ξένης πριμαντόνας ένα όχι και τόσο...νόμιμο αμπέλι της περιουσίας του, παράλληλα με τις ευγενικές προσφορές των αριστοκρατών θεατών της πρώτης σειράς, που ήταν λουλούδια στην παράσταση και κοσμήματα πανάκριβα μετά από αυτήν. Η φράση όμως "ας πάει και το παλιάμπελο", αφού έφερε, τότε, το γύρο της μικρής Αθήνας, απαθανατίστηκε ως τα σήμερα. Όσο για τη ρίτα Μπάσσο, εξαιτίας της είχε δημιουργηθεί σοβαρό επεισόδιο μεταξύ του τότε δημάρχου Καλιφρονά και του Άγγλου πρεσβευτή Λάιον. Ο δήμαρχος, επειδή δεν τον κάλεσε ο πρεσβευτής, που έδινε χορευτική βραδιά, για να τιμήσει την Ιταλίδα πριμαντόνα, θύμωσε και διέταξε την υπηρεσία απορριμάτων να μην πάρει τα σκουπίδια της πρεσβείας. Ο στρατηγός Μακρυγιάννης στα απομνημονεύματά του γραφει το εξής: "Παλάβωσαν οι γέροντες κι οι μαθητές πουλούν τα βιβλία τους και πάνε ν'ακούσουν τη Ρίτα Μπάσσο. Το γερο-Λόντο (τον προεστό και αρχηγό του αγώνα του 1821) όπου δεν έχει ούτε ένα δόντι, τον παλάβωσε η Ρίτα Μπάσσο του θεάτρου και τον αφάνισε..."
" Άι στον κόρακα" - "Πήγαινε στον κόρακα" - "Να σώσει το πετσί του " Η φράση αυτή, που είναι μετάφραση της αρχαίας «ές κόρακας», έχει αρκετές εκδοχές προέλευσης. Οι Βυζαντινοί την έλεγαν μονολεκτικά «Κόραξι» (στους κόρακες) κι εμείς «άι στον κόρακα».
‘Οταν πρόκειται για κατάρα, «φεϋγ’ ές κόρακας», «πήγαινε στον κόρακα. Πολλές οι γνώμες για την προέλευση της φράσης. Ο Θεός χρησμοδότησε τους Βοιωτούς, να κατοικήσουν εκεί που θα βλέπανε λευκά κοράκια. Βλέποντας κοντά στον Παγασητικό να πετάνε άσπρα κοράκια, που, όμως, τα είχαν βάψει τα παιδιά με γύψο, εγκαταστάθηκαν εκεί και έχτισαν το χωριό «Κόρακας». Ύστερα οι Αιολείς τούς έβγαλαν από κει και έστελναν στο μέρος αυτό τους εξόριστους και τους καταδικαζόμενους με κακουργήματα.
‘Οταν έπεφτε λοιμός, οι άνθρωποι κυνηγούσαν τα κοράκια, που τα εξάγνιζαν και τα άφηναν να πετάξουν, λέγοντας στο λοιμό «φεϋγ’ ές κόρακας».
Αλλά και ο Αίσωπος έφτιαξε ένα μύθο με μια καρακάξα ή καλιακούδα (κολοιόν) που αρπάχτηκε με κοράκια, αλλά αυτά τον νικήσανε και γύρισε στους συντρόφους του, οι οποίοι τον έδιωξαν, λέγοντάς του: «φεύγ’ ές κόρακας».
‘Αλλη εκδοχή είναι αυτή, που σημαίνει κάτι ανάλογο με το σημερινό «γκρεμίσου», επειδή τα κοράκια ζουν σε απόκρημνα βράχια. Άλλοι, ότι το «ές κόρακας" προήλθε από τον Κόρακα, γιο της Νύμφης Αρεθούσας από την Ιθάκη, ο οποίος κυνηγώντας, γκρεμίστηκε από ένα φοβερό βράχο.
‘Αλλοι πάλι, που λένε τη φράση αυτή, εννοούν, ότι ο καταραμένος μένει άταφος και γίνεται έτσι τροφή για τα κοράκια.
Ο Αριστοφάνης, μάλιστα, σατιρίζοντας την ανταμοιβή των Αθηναίων στους δούλους εκείνους, που έλαβαν μέρος στη ναυμαχία των Αργινουσών, δίνοντάς τους την ελευθερία, γράφει στην αρχή των «Βατράχων» του ένα χαριτωμένο λόγο μεταξύ του Θεού Διόνυσου και του δούλου του Ξανθία:
«Δ: Άκου εκεί αυθάδεια και τεμπελιά. Εγώ ο Διόνυσος, του Σταμνίου ο γιος, να πηγαίνω πεζός και να κατακόβομαι και να έχω τούτον καβάλα, για να μην ταλαιπωρείται και να μη σηκώνει βάρος!
Ξ: Δε σηκώνω βάρος εγώ;
Δ: Πώς σηκώνεις, αφού πας καβάλα; (Ο Ξ. είναι φορτωμένος με ένα σακούλι στον ώμο).
Ξ: Τούτο δώ δεν το σηκώνω;
Δ: Με ποιον τρόπο;
Ξ: Με μεγάλο κόπο.
Δ: Αλλά το βάρος τούτο, που σηκώνεις εσύ, δεν το σηκώνει ο γάιδαρος;
Ξ: ‘Οχι βέβαια, τούτο, που έχω εγώ και το σηκώνω στον ώμο μου, μα το Δία, όχι.
Δ: Και πώς το σηκώνεις εσύ, αφού σηκώνει εσένα;
Ξ: Δεν ξέρω, μονάχα πως τσακίστηκε ο ώμος μου.
Δ: Αφού λες, λοιπόν, ότι το γαϊδούρι σε τίποτα δε σ’ ωφελεί, κατέβα και φορτώσου εσύ το γάιδαρο να τον πηγαίνεις. Ξ: Αλί μου, ο κακορίζικος· γιατί να μη λάβω κι εγώ μέρος στη ναυμαχία; Θα σ’ άφηνα να ξεφωνίζεις όσο θέλεις». Ξ: Όχι, μα τον Δία, γιατί έτυχε να μου πονάν τα μάτια.
ΧΑΡΩΝ: Ποιος έρχεται σε τόπο αναπαύσεως, μακριά απ’ τις πίκρες και τα βάσανα του κόσμου, της Λήθης την πεδιάδα, στην Ονοκούρα, στους Κερβερίους, στον Κόρακα, στον Ταίναρο.
Δ:Εγώ.
Χ: Έμπα γρήγορα μέσα.
Δ: Λες να μας πας αλήθεια στον Κόρακα;
Χ: Ναι, μα το Δία, εσένα δηλαδή. Μείνε, λοιπόν.
Δ: ‘Ελα, παιδί μου.
Χ: Το δούλο δεν τον παίρνω, εκτός αν έλαβε μέρος στη ναυμαχία για το πετσί του. Ξ: Όχι, μα το Δία, γιατί έτυχε να μου πονάν τα μάτια»...
Την ίδια φράση «άι στον κόρακα» τη συναντάμε και σε άλλους λαούς. Οι Γάλλοι π.χ. λένε «Ω κορμπώ». Και η εξήγησή της: «να σε φάνε τα όρνια» (να πεθάνεις), έτσι να σε βρουν άταφο στους δρόμους. Η αταφία, μάλιστα, για τους αρχαίους ήταν η μεταθανάτια ατίμωση, όπως είδαμε και στον Αριστοφάνη και αλλού.
" Άι στον κόρακα" - "Πήγαινε στον κόρακα" - "Να σώσει το πετσί του " Η φράση αυτή, που είναι μετάφραση της αρχαίας «ές κόρακας», έχει αρκετές εκδοχές προέλευσης. Οι Βυζαντινοί την έλεγαν μονολεκτικά «Κόραξι» (στους κόρακες) κι εμείς «άι στον κόρακα».
‘Οταν πρόκειται για κατάρα, «φεϋγ’ ές κόρακας», «πήγαινε στον κόρακα. Πολλές οι γνώμες για την προέλευση της φράσης. Ο Θεός χρησμοδότησε τους Βοιωτούς, να κατοικήσουν εκεί που θα βλέπανε λευκά κοράκια. Βλέποντας κοντά στον Παγασητικό να πετάνε άσπρα κοράκια, που, όμως, τα είχαν βάψει τα παιδιά με γύψο, εγκαταστάθηκαν εκεί και έχτισαν το χωριό «Κόρακας». Ύστερα οι Αιολείς τούς έβγαλαν από κει και έστελναν στο μέρος αυτό τους εξόριστους και τους καταδικαζόμενους με κακουργήματα.
‘Οταν έπεφτε λοιμός, οι άνθρωποι κυνηγούσαν τα κοράκια, που τα εξάγνιζαν και τα άφηναν να πετάξουν, λέγοντας στο λοιμό «φεϋγ’ ές κόρακας».
Αλλά και ο Αίσωπος έφτιαξε ένα μύθο με μια καρακάξα ή καλιακούδα (κολοιόν) που αρπάχτηκε με κοράκια, αλλά αυτά τον νικήσανε και γύρισε στους συντρόφους του, οι οποίοι τον έδιωξαν, λέγοντάς του: «φεύγ’ ές κόρακας».
‘Αλλη εκδοχή είναι αυτή, που σημαίνει κάτι ανάλογο με το σημερινό «γκρεμίσου», επειδή τα κοράκια ζουν σε απόκρημνα βράχια. Άλλοι, ότι το «ές κόρακας" προήλθε από τον Κόρακα, γιο της Νύμφης Αρεθούσας από την Ιθάκη, ο οποίος κυνηγώντας, γκρεμίστηκε από ένα φοβερό βράχο.
‘Αλλοι πάλι, που λένε τη φράση αυτή, εννοούν, ότι ο καταραμένος μένει άταφος και γίνεται έτσι τροφή για τα κοράκια.
Ο Αριστοφάνης, μάλιστα, σατιρίζοντας την ανταμοιβή των Αθηναίων στους δούλους εκείνους, που έλαβαν μέρος στη ναυμαχία των Αργινουσών, δίνοντάς τους την ελευθερία, γράφει στην αρχή των «Βατράχων» του ένα χαριτωμένο λόγο μεταξύ του Θεού Διόνυσου και του δούλου του Ξανθία:
«Δ: Άκου εκεί αυθάδεια και τεμπελιά. Εγώ ο Διόνυσος, του Σταμνίου ο γιος, να πηγαίνω πεζός και να κατακόβομαι και να έχω τούτον καβάλα, για να μην ταλαιπωρείται και να μη σηκώνει βάρος!
Ξ: Δε σηκώνω βάρος εγώ;
Δ: Πώς σηκώνεις, αφού πας καβάλα; (Ο Ξ. είναι φορτωμένος με ένα σακούλι στον ώμο).
Ξ: Τούτο δώ δεν το σηκώνω;
Δ: Με ποιον τρόπο;
Ξ: Με μεγάλο κόπο.
Δ: Αλλά το βάρος τούτο, που σηκώνεις εσύ, δεν το σηκώνει ο γάιδαρος;
Ξ: ‘Οχι βέβαια, τούτο, που έχω εγώ και το σηκώνω στον ώμο μου, μα το Δία, όχι.
Δ: Και πώς το σηκώνεις εσύ, αφού σηκώνει εσένα;
Ξ: Δεν ξέρω, μονάχα πως τσακίστηκε ο ώμος μου.
Δ: Αφού λες, λοιπόν, ότι το γαϊδούρι σε τίποτα δε σ’ ωφελεί, κατέβα και φορτώσου εσύ το γάιδαρο να τον πηγαίνεις. Ξ: Αλί μου, ο κακορίζικος· γιατί να μη λάβω κι εγώ μέρος στη ναυμαχία; Θα σ’ άφηνα να ξεφωνίζεις όσο θέλεις». Ξ: Όχι, μα τον Δία, γιατί έτυχε να μου πονάν τα μάτια.
ΧΑΡΩΝ: Ποιος έρχεται σε τόπο αναπαύσεως, μακριά απ’ τις πίκρες και τα βάσανα του κόσμου, της Λήθης την πεδιάδα, στην Ονοκούρα, στους Κερβερίους, στον Κόρακα, στον Ταίναρο.
Δ:Εγώ.
Χ: Έμπα γρήγορα μέσα.
Δ: Λες να μας πας αλήθεια στον Κόρακα;
Χ: Ναι, μα το Δία, εσένα δηλαδή. Μείνε, λοιπόν.
Δ: ‘Ελα, παιδί μου.
Χ: Το δούλο δεν τον παίρνω, εκτός αν έλαβε μέρος στη ναυμαχία για το πετσί του. Ξ: Όχι, μα το Δία, γιατί έτυχε να μου πονάν τα μάτια»...
Την ίδια φράση «άι στον κόρακα» τη συναντάμε και σε άλλους λαούς. Οι Γάλλοι π.χ. λένε «Ω κορμπώ». Και η εξήγησή της: «να σε φάνε τα όρνια» (να πεθάνεις), έτσι να σε βρουν άταφο στους δρόμους. Η αταφία, μάλιστα, για τους αρχαίους ήταν η μεταθανάτια ατίμωση, όπως είδαμε και στον Αριστοφάνη και αλλού.
πηγή: Από το λεξικό της λαικής σοφίας του Τάκη Νατσούλη
Σχόλια